Dictionary of Greek. 2013.
άγκινας — ο και αγκινάρι, το 1. τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο 2. το κυρτό πάνω άκρο τού αδραχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄγκινος (= αγκίστρι) … Dictionary of Greek